Του Αγίου
Είμαστε σχεδόν οι μόνοι που ευθύς εξαρχής αντιταχτήκαμε στην «πολιτική του βέτο» του Καραμανλή στο σκοπιανό, με κίνδυνο παρεξηγήσεως. Όταν όλοι οι άλλοι θριαμβολογούσαν και εξυμνούσαν το σθένος του Καραμανλή στο Βουκουρέστι, εμείς εξηγούσαμε ότι αυτό δεν είναι βέτο, αλλά η παγίδα στην οποία ρίχνει τα ελληνικά συμφέροντα η αντιφατική και ανερμάτιστη τακτική της κυβέρνησης στο ζήτημα.
Εξηγήσαμε τότε ότι ο τρόπος χειρισμού της διένεξης με την γείτονα, αντί να φέρει σε δύσκολη θέση την εθνικιστική ηγεσία της, θα οδηγούσε σε αδιέξοδο την δική μας πλευρά. Τολμήσαμε, μάλιστα, να προτείνουμε δημοσίως και εγκαίρως, τον πλέον ενδεδειγμένο χειρισμό, σύμφωνα με τον οποίο η πρόσκληση στο ΝΑΤΟ της ΠΓΔΜ θα μπορούσε να γίνει υπό την αίρεση εντός σύντομου χρονικού διαστήματος να συμφωνηθεί λύση για την τελική ονομασία της χώρας με την Ελλάδα, η οποία θα υπάκουε στον κανόνα erga omnes, με παράλληλη δέσμευση ότι μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας πλήρους ένταξης στη Συμμαχία, θα έπρεπε η νέα ονομασία να αποκτήσει συνταγματική μορφή. Αυτό θα ήταν ακολούθως προϋπόθεση, για την ανεμπόδιστη ένταξη της ΠΓΔΜ στην ΕΕ.
Αντί, λοιπόν, η κυβέρνηση-Καραμανλή να καταστήσει υπόλογο την ηγεσία της γείτονος για την απροθυμία της να συμβάλει στη διαμόρφωση όρων καλής γειτονίας με την Ελλάδα και να πετάξει το μπαλάκι της συμμόρφωσης σε ένα λογικό συμβιβασμό στα Σκόπια, εμφάνισε την Αθήνα ως τον παράγοντα εκείνον που, δήθεν, δυναμιτίζει τη σταθερότητα στην περιοχή και ο οποίος, με την απειλή του βέτο, απαιτεί να συνδιαμορφώσει την εθνική ταυτότητα μιας ανεξάρτητης χώρας.
Μετά από αυτά ήταν λογικό και αναμενόμενο η πίεση των Αμερικανών, της ΕΕ και ολόκληρης σχεδόν της διεθνούς κοινότητας, να κατευθυνθεί προς την ελληνική πλευρά και να αρχίσουν οι διολισθήσεις του Καραμανλή από την περίφημη κόκκινη γραμμή και οι φαιδρές αντιφάσεις της κας Μπακογιάννη, του τύπου «συζητάμε αποκλειστικά για μια ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις», αλλά «το μόνο που είναι υπό διαπραγμάτευση είναι το όνομα και το εύρος της χρήσης του», ή δίνουμε συνεντεύξεις σε διεθνή έντυπα για να προωθήσουμε την ονομασία «Νέα Μακεδονία», ενώ την επόμενη μέρα δηλώνουμε ότι «δεν κάνουμε κανένα σχόλιο για το όνομα» και την μεθεπόμενη εκφράζουμε - πάντα δημοσίως – την κυβερνητική θέση, ότι «το Βόρεια Μακεδονία αποτελεί ένα όνομα που καλύπτει τις προϋποθέσεις που έθεσε η Ελλάδα».
Αν δεν ζαλιστήκατε ακόμη, μάθετε από την κυβέρνηση ότι «το μόνο αντικείμενο διαπραγμάτευσης είναι το όνομα», τη στιγμή που παραλαμβάνει το πακέτο Νίμιτζ για να το μελετήσει ως σύνολο και να απαντήσει στο «διευρυμένο αντικείμενο της διαπραγμάτευσης που περιλαμβάνει εκτός από το όνομα, το εύρος της εφαρμογής του, το ζήτημα της μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας και άλλα αναφερόμενα ως συναφή με τα προηγούμενα ζητήματα».
Άρα, η κυβέρνηση δια της γνωστής εξολισθητικής μεθόδου Καραμανλή, καταλήγει να συναινεί εμπράκτως στην άτυπη διεύρυνση του περιεχομένου του ψηφίσματος 817/93 του ΣΑ, ενώ διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι δεν είναι διατεθειμένη τελικά να υποκύψει σε πιέσεις, οι οποίες, όμως, όπως επανειλημμένα έχει δηλώσει η κα Μπακογιάννη και επισήμως στη Βουλή ο Πρωθυπουργός, « δεν υφίστανται».
Μέσα σε αυτό το κλίμα «της αβάσταχτης ελαφρότητας» του διδύμου Καραμανλής - Μπακογιάννη, δεν πρέπει να απορεί κανείς ότι, ενώ ο Έλληνας διαπραγματευτής Αδ. Βασιλάκης παραλαμβάνει επισήμως το πακέτο ιδεών Νίμιτζ για να το εξετάσει η ελληνική κυβέρνηση, κατόπιν συνεννοήσεως προφανώς με την ίδια την κ. Μπακογιάννη, καθιστώντας το παράλληλα βάση συζήτησης, ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ Γ. Κουμουτσάκος δηλώνει ότι «για την Ελλάδα η διαφορά είναι μόνο το όνομα»!
Αν δεν καταφέρατε να παλαβώσετε ακόμη από τον κυβερνητικό τραγέλαφο, είναι βέβαιο ότι θα σας συμβεί στο βαθμό που κατανοήσετε ότι η «πολιτική του Βέτο» που συνεπήρε το πανελλήνιο, κατέληξε να νομιμοποιεί δια του ΟΗΕ τον πυρήνα της σοβινιστικής πολιτικής και αλυτρωτικής προπαγάνδας των γειτόνων, με την συζήτηση πλέον περί μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας.
Καταλάβατε τι είναι εν τέλει γραφικότητα και γελοιότητα ; Οι «γραφικότητες» και «γελοιότητες» στις οποίες αναφέρονταν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης και η κα Μπακογιάννη, σχολιάζοντας τις δηλώσεις και την επιστολογραφία της ηγεσίας της γείτονας, ή η υπερβατική στάση της ελληνικής κυβέρνησης;
Είδατε πού οδηγεί η αμετροέπεια, η αλαζονεία και ο λαϊκιστικός καιροσκοπισμός της κυβέρνησης- Καραμανλή; Να μην ξέρουν τώρα που να …αφήσουν το «πακέτο»!
Μα, θα μου πείτε, ψυχραιμία, η διαπραγμάτευση δεν τέλειωσε και η κυβέρνηση δεν έχει δεχθεί απολύτως τίποτε ως λύση, γιατί μας ανησυχείς!
Λάθος, φίλοι, η κυβέρνηση έχει δεχθεί ως βάση συζήτησης για επίλυση της διένεξης, σιγά και αθόρυβα, όλα αυτά που προδιαγράφουν μια πολύ αρνητική εξέλιξη για τα ελληνικά συμφέροντα στο ζήτημα, το οποίο κακώς απομονώνεται από τη γενικότερη εξωτερική πολιτική της χώρας.
Η «πολιτική του βέτο» του Καραμανλή έχει ήδη ηττηθεί, όποια και αν είναι η εξέλιξη σε αυτή τη διένεξη. Αποσκοπούσε να εξυπηρετήσει τα ελληνικά συμφέροντα και κατέληξε να υπηρετεί τον αλυτρωτισμό ενός κράτους που αναζητεί την ταυτότητα του μέσω της αντίθεσης με την Ελλάδα.
Τα πράγματα οδεύουν πλέον σε απευθείας διαπραγματεύσεις των δύο κυβερνήσεων, με αμερικανική, άρρητη φυσικά, επιδιαιτησία, επί ολοκλήρου του περιεχομένου του πακέτου Νίμιτζ, που περιλαμβάνει τα πάντα: όνομα, εύρος χρήσης, προσδιορισμό εθνικής ταυτότητας, γλώσσα, χρήση του «μακεδονικός» και της λέξης «Μακεδονία» από τα δύο μέρη, εμπορική και διοικητική αναφορά στον όρο και λοιπά.
Οι ημερομηνίες είναι μάλιστα ανελαστικές, καθώς και οι δύο κυβερνήσεις έχουν λάβει το μήνυμα και μάλλον έχουν αποδεχτεί την «παρότρυνση» από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, να κάτσουν σε ένα τραπέζι οι ΥΠΕΞ Ντόρα Μπακογιάννη και Αντόνιο Μιλόσοσκι με την Κοντολίζα Ράις και το επιτελείο του Ντάνιελ Φριντ, και να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, στη Νέα Υόρκη.
Το ποιός θα βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση σε αυτή τη συνάντηση είναι μάλλον, πλέον, στους περισσότερους ευνόητο. Την ώρα που εμείς θα ζητούμε κατανόηση για μια αλλαγή του ονόματος «Δημοκρατία της Μακεδονίας», οι απέναντι θα εμφανίζονται να δίνουν τον «ηθικό αγώνα» για την «ταυτότητα και αξιοπρέπεια του έθνους τους», με τους Αμερικανούς να επιμένουν ότι είναι δίκαιο και έντιμο η δήθεν οδυνηρή αποδοχή σύνθετου ονόματος για διεθνή χρήση από την πολιτική ηγεσία της ΠΓΔΜ, να εξισορροπηθεί με την κατοχύρωση του προσδιορισμού «μακεδονικός» και «μακεδονική» για την εθνικότητα και τη γλώσσα τους, με ο,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον των σχέσεων Αθήνας-Σκοπίων.
Κάπως έτσι η προπαγανδιστική «κόκκινη γραμμή» του Καραμανλή οδηγεί, αντί για λύση στο πρόβλημα, σε επιδείνωση των σχέσεων των δύο όμορων κρατών, με σοβαρές παρενέργειες στις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας.
Στο βαθμό, μάλιστα, που η κυβέρνηση αναγκαστεί να αποδεχτεί κάποια μορφή λύσης, ή, το πιθανότερο, να «αποστασιοποιηθεί» από αυτό το επίπεδο των διαπραγματεύσεων με το διευρυμένο πλαίσιο αναφοράς στο ζήτημα, έρχονται αμέσως στη θέση του «πακέτου» οι… ψηφοδόχοι!