Του Αγίου
Η πολιτική συζήτηση στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την έλλειψη εκείνης της πρότασης που θα μπορούσε να θέσει τις προϋποθέσεις σοβαρής εξέτασης της πολλαπλής κρίσης που διαπιστώνεται στην δημόσια σφαίρα, στο οικονομικό μοντέλο και στην κοινωνία.
Όταν απουσιάζει η ρημάδα η «research question» οποιαδήποτε προσπάθεια πολιτικής αντιμετώπισης της ενδημικής πλέον, πολλαπλής κρίσης δεν μπορεί παρά να αποβεί άκαρπη.
Η μορφή της «ερώτησης» και ο τρόπος διατύπωσής της είναι αυτά που θα διαμόρφωναν τις προϋποθέσεις για σοβαρή πολιτική ανάλυση από τους φορείς του ευρύτερου πολιτικού συστήματος. Μόνον έτσι η ιδεολογία θα επανάκαμπτε στο πολιτικό σκηνικό και θα καθιστούσε τις όποιες διακριτές πολιτικές προσεγγίσεις σαφείς.
Δυστυχώς, όσοι διαπιστώνουν διάφορα συμπτώματα της κρίσης, τα αντιμετωπίζουν είτε αφαιρετικά και αποσπασματικά, είτε τα τοποθετούν κάτω από το μικροκομματικό πρίσμα, το οποίο αποσκοπεί στην διαμόρφωση και εμπέδωση τεχνιτών διαχωριστικών γραμμών.
Κάπως έτσι το πολιτικό εξαφανίζεται και στη θέση του κυριαρχεί η εικόνα και η λεγόμενη «ατζέντα» της υπερ-πραγματικότητας, η οποία δομείται στο πλαίσιο των διαπλεκόμενων ή/και χειραγωγούμενων από την κυβέρνηση και τα συμφέροντα που την στηρίζουν, ΜΜΕ.
Όλοι πλέον μιλούν με άνεση για τους άλλους, αλλά ποτέ για τον εαυτό τους. Όταν μάλιστα κάποτε πιέζονται από την κοινωνία και υποχρεώνονται από τις συνθήκες να ρίξουν και μια ματιά «προς τα μέσα», το πράττουν υποκριτικά με εμφανή την προσπάθεια να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις από την πολιτική στάση και συμπεριφορά που επέδειξαν κατά το παρελθόν.
Σκόρπια λόγια και ασυγκρότητος πολιτικός λόγος συνθέτουν την εικόνα του πολιτικού συστήματος που καθημερινά εμφανίζεται είτε ως μάρτυρας, είτε σαν κατήγορος ή κατηγορούμενος στα παράθυρα της TV, στις ραδιοσυχνότητες, και τελευταία ολοένα και περισσότερο, με εμφανώς «σικέ» συνεντεύξεις, στον Τύπο.
Ιδού το πρόβλημα του πολιτικού πολιτισμού μας θα αναφωνούσε, ίσως, ο ανυπόμονος και εγώ θα συμφωνούσα μαζί του, όχι όμως για να κλείσω αυτή τη κουβέντα, αλλά αντίθετα για να την ανοίξω, συνδέοντας οντολογικά και αδιάρρηκτα την κουλτούρα, την ιδεολογία και την πολιτική με τις αναφερόμενες πολιτικές ταυτότητες, εντός της πολιτικής σφαίρας.
Η διαλεκτική στον πολιτικό λόγο αποφεύγει να διαπραγματευτεί ερωτήματα, προτιμώντας να σχολιάζει απαντήσεις! Έχει πλάκα, αλλά ακούγοντας πολιτικούς, που συμμετέχουν σε διάφορες συζητήσεις, είναι σαν να αναρωτιούνται: τι απάντηση με ρωτήσατε;
Σε τούτες τις γραμμές ασκώ κριτική στην πολιτική στάση της αριστεράς και της σοβαρής σοσιαλδημοκρατίας και όχι φυσικά στη ΝΔ και στο ακροδεξιό κοινοβουλευτικό συμπλήρωμά της.
Η ερμαφρόδιτη νεο-εθνικο-φιλελεύθερη συμπαράταξη της ΝΔ μια χαρά συμπορεύεται, σε επίπεδο πολιτικής κουλτούρας και ανάλυσης, με τον καθ’ ημάς κρυφο-εθνικοσοσιαλισμό, οι υπόλοιποι τα έχουν κάνει θάλασσα.
Η Δεξιά ποτέ δεν χρειάστηκε την ιδεολογία και την πολιτική για να υπάρξει και να ασκήσει εξουσία. Αρκούσαν διάφορα εθνικο-πατριωτικά ιδεολογήματα συνεπικουρούμενα από διάφορα φληναφήματα περί ρεαλιστικής προσαρμογής της χώρας στο διεθνές, οικονομικό κυρίως, περιβάλλον.
Θα μου πεις, το ίδιο δεν έκανε και το ΠΑΣΟΚ επί τόσα χρόνια που ήταν στην κυβέρνηση;
Όχι, δεν έκανε ακριβώς το ίδιο. Διαφορές στην ποιότητα και στην ένταση του φαινομένου υπήρχαν σχεδόν πάντοτε, αλλά η συνολική εικόνα από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, η οποία διατηρείται στο υποσυνείδητο των πολιτών είναι η ίδια με αυτήν της νέας-δεξιάς του Καραμανλή του νεότερου, και αυτό έχει σημασία.
Ο Σημίτης αδικείται από αυτή την εικόνα, καθώς δεν υπήρξε λαϊκιστής σε αυτόν τον βαθμό και έδειξε να γνωρίζει πώς τίθεται η «research question» στην πολιτική και πώς διαμορφώνονται τα πολιτικά μέσα για την απάντηση της, αλλά… μέχρι εκεί.
Κανέναν δεν ενέπνευσε, κανείς δεν πίστεψε βαθειά στο εκσυγχρονιστικό του εγχείρημα, μια και έπασχε από σοβαρές αντιφάσεις και αδυναμία σφαιρικής εμπέδωσης, σε όλα τα επίπεδα, καθώς ούτε αυτό έχαιρε ιδεολογικής συγκρότησης.
Στο τέλος συμβιβάστηκε και αυτός στο στερεότυπο: «αυτούς έχω, με αυτούς δουλεύω» και με το παραπλήρωμα του: «ότι μπορούμε, κάνουμε!».
Στην πολιτική βέβαια φρόνιμο είναι να μην κάθεσαι να κλωσάς τα «αυγά» σου, συμβιβαζόμενος με τα συμφέροντα που θέλουν να κάνουν κουμάντο στο κοτέτσι, αλλά να παραδίδεις τα προϊόντα της πολιτικής σου στην κοινωνία για «κλώσημα».
Πώς όμως μπορεί να γίνει αυτό όταν το κόμμα σου δεν παράγει πολιτική, ούτε διακατέχεται από ιδεολογία, αλλά περιορίζεται στην πελατειακή διάσταση των σχέσεων που χαρακτηρίζουν το σύστημα στο σύνολο του;
Απλώς δεν γίνεται.
Οι εξουσιαστικές σχέσεις, στο βαθμό που εντάσσονται σε πελατειακούς μηχανισμούς, δεν συνιστούν πολιτική, αλλά κοινό νταβατζιλίκι, το οποίο κατατείνει στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του νταβά (τελεία και παύλα και ας αφήσουμε την υποκρισία).
Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν δεν ενδιαφέρεται να καταστεί στις συνειδήσεις των πολιτών απλώς ως η κύρια αντιπολιτευτική συνιστώσα, ας θέσει τώρα το «ερώτημα» της διακυβέρνησης και ας τολμήσει να το αναλύσει και να το απαντήσει ενώπιον των Ελλήνων.
Η κατρακύλα της αριστεράς στην παλαιά Ευρώπη οφείλεται, από την μια μεριά, στην ενσωμάτωση της στο σύστημα εξουσίας και από την άλλη, στην αδυναμία της να αρθρώσει ένα απλό και κατανοητό ερώτημα για το μοντέλο και τους στόχους της διακυβέρνησης στη σημερινή φάση της παγκοσμιοποίησης, που θα μπορούσε προγραμματικά να απαντήσει.
Άμα τρέμεις με την ιδέα ότι η πολιτική σου πρόταση ενδέχεται να δυσαρεστήσει την «πελατεία» σου, τότε ή το παίζεις UFO ή τρέχεις πίσω από τον «πελάτη» διαπιστώνοντας ότι έχει πάντα δίκιο, ή το ρίχνεις στα «υπερβατικά και όμορφα», που πουλάνε στα παράθυρα και στα περίπτερα!
Τα κόμματα δεν είναι «ομάδες συμφερόντων, «ούτε ομάδες πίεσης», ούτε φυσικά φορείς «άρθρωσης αιτημάτων» προς την διοίκηση. Δεν είναι μέρος της κοινωνίας των πολιτών και ούτε επιτρέπεται ποτέ να γίνουν, διότι έτσι φαλκιδεύεται η δημοκρατία.
Τα αριστερά κόμματα δεν εκπροσωπούν κοινωνικές ομάδες, τάξεις, τάσεις ή κάποιαν επί της γης θεότητα, αλλά την ανάγκη άρθρωσης ολοκληρωμένης πολιτικής με σαφές ιδεολογικό μήνυμα, που θα απαντά στο ερώτημα για το σύγχρονο κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο στις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης.
Αν ξεκινήσουμε την προσέγγιση με την ιδεοληψία ότι τελικά το μόνο που μπορούν να κάνουν οι κοινωνίες για να μην διαλυθούν εντελώς και μετατραπούν πλήρως σε αγορές είναι να αναστήσουν το «παλιό», «καλό» κράτος, είναι βέβαιο ότι πάσχουμε από την γνωστή μορφή του οικονομικού ντετερμινισμού που διακατέχει τις πεποιθήσεις κακοφορμισμένων σοσιαλιστών και νεο-εθνικιστών, οι οποίες ως προς την μεθοδολογική συγκρότηση δεν διαφέρουν σε τίποτε από αυτές των νεοφιλελευθέρων, που εμφανίζονται αντίθετες.
Ούτε στο κάστρο του κράτους βασιλεύει η ιδεολογία, ούτε ασφαλώς στο κάστρο της αγοράς. Με τους θιασώτες του δεύτερου κάστρου, του σύγχρονου «πολιτικού play station», να εμφανίζονται περισσότερο ειλικρινείς και προσγειωμένοι, λέγοντας ότι στον «επίπεδο κόσμο» μας -κόσμο τους – δεν έχουν θέση οι ιδεολογίες, καθώς τα πάντα είναι οικονομία.
Αυτός ο αριστερός που θα τολμήσει να πει, στην Ελλάδα, ότι τα πάντα είναι πολιτική η οποία όμως δεν χαράσσεται δίχως επίγνωση του διεθνούς πολιτικο-οικονομικού περιβάλλοντος, θα έχει κάνει ένα σοβαρό βήμα για να συναντήσει τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Θέλει τόλμη να πει σήμερα ο αριστερός ότι η εμφανιζόμενη ανάπτυξη στην χώρα μας είναι το αποτέλεσμα του κρατικού και ιδιωτικού υπερδανεισμού, της άναρχης υπερκατανάλωσης, των κονδυλίων από τα Ευρωπαϊκά ταμεία, των «κεφαλαίων ευκαιρίας» που εισβάλουν για να αποκομίσουν κέρδη και να φύγουν και των δημοσιών έργων που πραγματοποιούνται με την εγγύηση των κερδών των ιδιωτών από το ελληνικό δημόσιο, το οποίο επιπλέον εγγυάται και για τα δάνεια των εργολάβων του!
Αυτή είναι όμως ή αλήθεια, η οποία ενδέχεται να μετατραπεί σε εφιάλτη τα επόμενα χρόνια καθώς, όπως επισημαίνει και η Kerin Hope, σήμερα στους Financial Times, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της τάξεως του 14% του ΑΕΠ που παρουσίασε πέρυσι η χώρα και το οποίο συναντάται συχνότερα στις αναδυόμενες βαλκανικές αγορές που συνορεύουν με την Ελλάδα παρά στους εταίρους μας στην ευρωζώνη, μπορεί να δυναμιτίσει την κοινωνία.
Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο τα επόμενα χρόνια οι Έλληνες να ξαναπάρουν τα μπογαλάκια τους και να σκορπιστούν ξανά, όπως το ’50 και το ’60, στις χώρες της Δ. Ευρώπης, ως εσωτερικοί μετανάστες αυτή την φορά, αναζητώντας μια χαμηλά αμειβόμενη θέση εργασίας, μια και στην Ελλάδα κανείς δεν θα τους δανείζει πλέον για να ζήσουν, ούτε θα χωρούν άλλοι στο εξευτελισμένο δημόσιο.
Για την αριστερά, στο ερώτημα πού θα βρείτε τα λεφτά για να ασκήσετε κοινωνική πολιτική, υπάρχει μόνο μια απάντηση: αντί να τα δίνουμε σε μια χούφτα οικογένειες θα μπορούσαμε να προωθήσουμε μιας άλλης μορφής ανάπτυξη που θα στηρίζεται στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, στην μικρομεσαία, αλλά σύγχρονη επιχείρηση, η οποία μπορεί μεν να μην προσφέρεται για θεαματικά αποτελέσματα και ευκολία για δημιουργική λογιστική των κυβερνήσεων, αλλά θα έθετε τις βάσεις για μια πραγματική μεταρρύθμιση με κοινωνική νομιμοποίηση, η οποία δεν θα περιοριζόταν στη δημοσιοϋπαλληλία. Έτσι σιγά-σιγά η κοινωνία θα ξέφευγε από το μόνιμο παραπλανητικό δίλημμα: «με ποιόν είσαι, με τις συντεχνίες ή τα τυχοδιωκτικά συμφέροντα της οικονομίας και της παραοικονομίας;».
Η αριστερά δεν θέλει να αντιληφθεί ότι η προνομιούχα δημοσιοϋπαλληλία είναι η άλλη όψη του νομίσματος της καιροσκοπικής οικονομίας και των νταβάδων που κυριαρχικά την εκπροσωπούν.
Το δημόσιο θα μπορούσε να καταστεί πραγματικός μοχλός αειφόρου ανάπτυξης, στο βαθμό που αποσυνδεόταν από το πελατειακό κράτος και τους φορείς του. Το σημερινό κράτος του κ. Καραμανλή παράγει εισόδημα για το ένα-τρίτο της κοινωνίας και εύκολο χρήμα για μια κλίκα τυχοδιωκτών που αυτοπροσδιορίζονται ως σύγχρονη ελληνική αστική τάξη, αν και το μόνο σύγχρονο πάνω τους είναι τα κοστουμάκια και τα θωρακισμένα αυτοκινητάκια.
Μούχλα αποπνέει η στάση τους και σκουριά τρέχει από τις business τους.
Είναι οι ίδιοι μέρος του προβλήματος εδώ και αρκετά χρόνια, αλλά ποιος περιμένεις να τους το πει; Τα αγόρια και κορίτσια που απασχολούν στα ΜΜΕ τους, τα οποία υπεξαίρεσαν με το έτσι θέλω από το ελληνικό δημόσιο;
Ή μήπως οι πολιτικοί αχυράνθρωποι τους που στελεχώνουν τις κυβερνήσεις με αποκορύφωμα τούτους εδώ πού αποτελούν την ομάδα του «πυρίμαχου (άκαυτου) χαρτιού» τους, που φέρει το όνομα Κώστας Καραμανλής;
Η αριστερά, αν θέλει να μην παραμείνει στο επιφαινόμενο, θα πρέπει να απευθυνθεί πολιτικά και όχι απλώς συνθηματολογικά στα δύο-τρίτα της κοινωνίας, τα οποία ολοένα και περισσότερο περιθωριοποιούνται.
Αν δεν το πραγματοποιήσει αυτή θα το πράξει ο δεξιός λαϊκισμός, όπως το έκανε στην Ιταλία.
Πώς να το κάνουμε η «research question» στην αριστερή πολιτική δεν μπορεί να αναφέρεται γενικώς και αορίστως στους εργαζόμενους – δεν είναι ζήτημα για συνδικαλιστική αντιμετώπιση - αλλά να θέτει το ερώτημα στο πραγματικό κοινωνικό του πλαίσιο: με ποια ( μεταρρυθμιστική) πολιτική μπορεί να επιτευχθεί η αναγκαία αναδιανομή προς όφελος των μικρομεσαίων και χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, ώστε η αποτελεσματικότητα στην οικονομία να συνοδευτεί με την δημοκρατικότητα και την κοινωνική χειραφέτηση;
Μα γίνονται αυτά τα πράγματα; Η πολιτική προσέγγιση θα δείξει.
Σε αντίθετη περίπτωση ας μείνουμε θεατές στο υπέροχο έργο: «ο χοντρορεβιθούλης»! Όταν το παραμύθι αυτό θα τελειώσει θα ακολουθήσει - μετά από σχετική τηλεφωνική δημοσκόπηση ασφαλώς - η διήγηση του μύθου του «Μεγάλου Δράκου» που διατρέφεται μέσω συγκυβερνόντων δοχείων, διαπλεκόμενων απορρημάτων!
Κάπως έτσι, η αριστερά απαλλαγμένη από την παρουσία του ΠΑΣΟΚ στα αντιπολιτευτικά έδρανα, θα διαπρέψει και νέες πολιτικές καριέρες θα αναπτυχθούν εκ του ασφαλούς.
Ασφαλώς… μόνο μην διανοηθείτε να ρωτήσετε, σε αυτή την περίπτωση, μετά από καμία δεκαριά χρόνια, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;