Του Αγίου
Η Ελλάδα, όπως θα γνωρίζετε, ίσως, οι «υποψιασμένοι», εξωτερική πολιτική δεν διαθέτει, αν και επιδίδεται άλλοτε με μικρότερη και άλλοτε με μεγαλύτερη επιτυχία στις διεθνείς, δημόσιες σχέσεις.
Τις διεθνείς σχέσεις, τις θεωρεί εξωτερική πολιτική και έτσι ποτέ δεν θα παρατηρήσετε ένα μακροχρόνιο, σοβαρό σχεδιασμό στρατηγικής της χώρας στο διεθνές περιβάλλον.
Οι κυβερνήσεις, ιδιαίτερα της ΝΔ, έχουν τη τάση να προσδένονται απόλυτα στην εξωτερική πολιτική κάποιας μεγάλης δύναμης. Η ενδιαφέρουσα «σύμπτωση» είναι όπως επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη, έτσι και τώρα με τον Καραμανλή τον νεώτερο, η χώρα ρυμουλκείται άδηλα - σεμνά και ταπεινά - από την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας.
«Είμαστε με εκείνες τις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες θεωρούν τη Ρωσία έναν παίκτη στην Ευρώπη πάρα πολύ σημαντικό, έναν εταίρο με τον οποίο πρέπει να βρούμε μία λύση ισορροπίας» δήλωσε σήμερα στη ΝΕΤ η κα Ντόρα Μπακογιάννη.
Αυτή, ακριβώς, η θέση εκφράζει τη γερμανική γεωστρατηγική προσέγγιση και συνεπικουρεί εμμέσως στην γεωπολιτική μεταβολή που σηματοδοτείται με (αρχή) τον πόλεμο στη Γεωργία.
Η γερμανική κυβέρνηση διαφοροποιήθηκε από τη γαλλική ως προς το ρεφορμιστικό στοιχείο αυτής της κρίσης. Ενώ και οι δύο δηλώνουν καταρχήν ότι ενοχλούνται από την γεωπολιτική μεταβολή που επιδιώκει η Μόσχα στο Νότιο Καύκασο, οι γερμανοί δείχνουν έτοιμοι να αποδεχθούν αυτή την αλλαγή, υπέρ της διατήρησης των καλών σχέσεων με τη Ρωσία.
Ανάλογες ενστάσεις εκφράζονται και ως προς την «αντιπυραυλική ασπίδα», με αποτέλεσμα να μπερδεύουν ακόμη περισσότερο την ελληνική κυβέρνηση και να την οδηγούν σε γκάφες.
Η γερμανική πλευρά έχει πλέον χαράξει τον δικό της δρόμο στις σχέσεις της με την Ρωσία και δεν ικανοποιεί τις βορειοατλαντικές επιδιώξεις για την εμπέδωση της Νέας Τάξης σε περιοχές πέραν του Καυκάσου.
Παράλληλα, προσπαθεί να αποφύγει την αναβίωση του ψυχροπολεμικού κλίματος στην Ευρώπη προσβλέποντας στην ευδοκίμηση των διαπραγματεύσεων της ΕΕ με τη Μόσχα για τη νέα δεκαετή συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας, η οποία είναι παγωμένη εδώ και ένα χρόνο.
Δεν είναι, απλώς, η ενεργειακή εξάρτηση, από τη Ρωσία, της ίδιας της Γερμανίας, αλλά και των περισσοτέρων στενών εταίρων της στη Κεντρική Ευρώπη, που την οδηγεί σε αυτή την νέα στρατηγική προσέγγιση με τη Μόσχα, αυτό που βαρύνει περισσότερο είναι η επιδίωξη του Βερολίνου να ηγηθεί μιας διακριτής από τις ΗΠΑ, ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής.
Επιχειρούν, δηλαδή, οι γερμανοί να δημιουργήσουν ένα πόλο εξουσίας στην Ευρώπη, που με όχημα την ΕΕ θα ικανοποιεί τα συμφέροντα τους όχι αποκλειστικά εντός της Ένωσης, αλλά γενικότερα στον διεθνή ανταγωνισμό.
Σύμφωνα με αυτή τη στρατηγική το Βερολίνο δεν ενοχλείται καθόλου από την αμερικανο-ρωσική τριβή, αρκεί αυτή να μην πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και διαταράξει ακόμη περισσότερο το ήδη τεταμένο κλίμα στους κόλπους της Ένωσης, στην οποία έχει δημιουργηθεί ένα έντονα φιλοαμερικανικό τόξο, ενισχυόμενο από την Βρετανία, το οποίο αφυπνίζεται σε κάθε βρυχηθμό της «αρκούδας».
Η φράση «κλειδί» της κας Μπακογιάννη είναι «λύση ισορροπίας». Πράγματι, αυτή τη νέα ισορροπία αναζητούν οι γερμανοί, τούτη, μάλιστα, τη φορά δίχως να ενδιαφέρονται να εναρμονίσουν εκ των προτέρων τη τακτική τους με εκείνη των γάλλων.
Όπως, μέσω της ΕΟΚ, η Γερμανία, πέτυχε να διαμορφώσει το κατάλληλο περιβάλλον για την οικονομική κυριαρχία της, έτσι και σήμερα ενωμένη και εύρωστη επιχειρεί μέσω της διευρυμένης ΕΕ να επεκτείνει την πολιτική κυριαρχία της. Αυτό δεν μπορεί να το πετύχει δίχως διακριτή θέση στο διεθνές σύστημα ιεραρχίας και ασφαλώς χωρίς συμμάχους εντός και εκτός της ΕΕ.
Ένας σοβαρός λόγος που δεν προχωρά η «ολοκλήρωση» της Ένωσης σε πολιτικό επίπεδο, είναι και οι πονηρές τρικλοποδιές που βάζουν στις γερμανικές φιλοδοξίες «φίλοι» και ενοχλημένοι εταίροι, οι οποίοι δεν βλέπουν με καλό μάτι την εδραίωση της γερμανικής επιρροής στη διεθνή σκηνή.
Η «ήπια πολιτική» διείσδυση στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα, που επέλεξε η Γερμανία επί καγκελάριου Κολ, τώρα καλείται να δώσει εξετάσεις, ισορροπώντας μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, του τρίτου μεγαλύτερου εμπορικού εταίρου της ΕΕ.
Στο δύσκολο αυτό εγχείρημα της Γερμανίας, ως αρωγός σπεύδει η κυβέρνηση Καραμανλή, δίχως όμως, για άλλη μια φορά, να εντάσσει τα ιδιαίτερα συμφέροντα της χώρας στο πλαίσιο της ταύτισής της με τις γερμανικές επιδιώξεις.
Στο σημείο αυτό εγείρεται και η ένστασή μου. Δεν θεωρώ (τεχνικά) λάθος τη στρατηγική των γερμανών, ούτε τη κρίνω αυτή την ώρα πολιτικά. Όπως και να το δεις, στο βαθμό που περιορίζεται η εξάρτηση των «ευρωπαϊκών πραγμάτων» από τις ΗΠΑ, θετικό φαίνεται. Για την Ελλάδα, όμως, θα ήταν πραγματικά εποικοδομητικό μόνον εάν η ανάπτυξη κοινών συμφερόντων με τη Γερμανία, εντασσόταν σε ένα πλαίσιο στρατηγικής, που θα τη βοηθούσε να απαλλαγεί από εθνικά ζητήματα που καθημερινά την καθιστούν «πρόβλημα» στα Βαλκάνια και επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη και τον εσωτερικό, πολιτικό ανταγωνισμό.
Αυτό δεν το έπραξε η κυβέρνηση της ΝΔ, κατά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, όταν της δόθηκε η ευκαιρία να βάλει όρους που θα εξυπηρετούσαν τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.
Κάτι ανάλογο κάνει και σήμερα, δείχνοντας ότι δεν παίρνει από «μαθήματα»: δένεται στο άρμα μιας μεγάλης δύναμης και όπου βγει.
Κατά τα άλλα, η προπαγάνδα της κυβέρνησης βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι ο Καραμανλής «κάνει παιχνίδι». Λάθος, άλλο «παίζει ένα ρολάκι στο παιχνίδι» και άλλο «κάνει παιχνίδι» για τα ελληνικά συμφέροντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου