Του Αγίου
Σχολιάζουμε τη χυδαιότητα της τηλεόρασης, τον παιδισμό του ραδιοφώνου και την κατάντια της επώνυμης δημοσιογραφίας, η οποία συναγωνίζεται σε καιροσκοπισμό το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα και συνήθως αφήνουμε στο απυρόβλητο τον Τύπο.
Είναι, βλέπετε, αυτό το ρημάδι το δημοκρατικό στερεότυπο που εμποδίζει τους δημοκρατικούς πολίτες να ασκήσουν κριτική στον Τύπο γι’ αυτό που είναι και κάνει και όχι επ’ αυτού που θα ήθελαν να είναι και έπρεπε να κάνει.
Διαβάζοντας σήμερα τον κυριακάτικο Τύπο θα μπορούσε κανείς να συνοψίσει τις εντυπώσεις σε δύο παρατηρήσεις:
- Όσο περισσότερο συντηρητική εμφανίζεται μία εφημερίδα και όσο περισσότερο στηρίζει απροκάλυπτα τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, τόσο περισσότερο «γαργάρα» κάνει το λεγόμενο «σκοπιανό».
Φανταστείτε για μια στιγμή, τι θα έγραφαν τούτες τις ώρες της διαρκούς διολίσθησης της ελληνικής κυβέρνησης ως προς το ζήτημα, εάν στην εξουσία δεν βρισκόταν ο Μακεδών Καραμανλής, αλλά κάποιος άλλος, μη-Μακεδών και άλλου κόμματος! Βιώνουμε την εθνική διολίσθηση της ελληνο-ορθοδόξου, με γεύση νεοφιλελευθερισμού, παράταξης.
- Όσο περισσότερο συνδεδεμένη επιθυμεί να εμφανίσει ότι είναι μία εφημερίδα με την περίφημη Δημοκρατική Παράταξη, τόσο περισσότερο εκπονεί σενάρια και καλλιεργεί ελπίδες διάλυσης του ΠΑΣΟΚ, είτε με την δημιουργία ενός νέου κεντρώου κόμματος, είτε έμμεσα, με τον σχηματισμό ενός μεγάλου συνασπισμού της κεντροδεξιάς. Βιώνουμε την διολίσθηση της διαπλοκής από το δίπολο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ στον πολιτικό πυρήνα που την παράγει και την διαμορφώνει.
Μαζί με το τέλος της μεταπολίτευσης αποκτούμε την εμπειρία της απομυθοποίησης ενός συστήματος που, διά του Τύπου, υποστήριξε ψευδείς πολιτικές ταυτότητες, ψευδεπίγραφα κόμματα και νόθες πολιτικές προσωπικότητες, ψηλά στην κλίμακα της ιεραρχίας του πολιτικού προσωπικού.
Επώνυμοι δημοσιογράφοι και δημοσιολόγοι, δίχως ίχνος ντροπής και αξιοπρέπειας, συντάσσουν προπαγανδιστικά κείμενα – γνώμης ή επιχειρούν αναλύσεις που μοιάζουν μάλλον με φτηνή πραμάτεια πλανόδιων πραματευτών, που περιδιάβαιναν πριν από χρόνια την ελληνική επαρχία και τα προάστια των μεγαλουπόλεων.
Δεν θα μπω στον κόπο να αναφερθώ σε παραδείγματα. Ανοίξτε στην τύχη μια φυλλάδα της Δημοκρατικής Παράταξης για να διαπιστώσετε του λόγου (μου) το αληθές.
Σε ότι αφορά τον Τύπο της Συντηρητικής Παράταξης, δεν χρειάζεται καν να εντρυφήσετε στα ενδότερα. Αρκεί να αφιερώσετε δεκαπέντε δευτερόλεπτα μελετώντας τα πρωτοσέλιδα.
Αφού πρώτα προκλήθηκε ισχυρή εντύπωση στην κοινή γνώμη από τις δεκάδες δημοσκοπήσεις και «δημοσκοπήσεις» για την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και την υψηλή αποδοχή του Α. Τσίπρα, τώρα, περνώντας σε ένα δεύτερο στάδιο, ο Τύπος της διαπλοκής και οι παραφυάδες του επιχειρούν να θορυβήσουν τα ευρύτερα μεσαία στρώματα και να προκαλέσουν τα συντηρητικά αντανακλαστικά κοινωνικών ομάδων, εγκλωβισμένων στο πελατειακό σύστημα. Διερμηνεύουν κατά τον διαπλεκόμενο κανόνα, την κοινωνική τάση για άμεση μετεξέλιξη του πολιτικού συστήματος σε μια άλλη ριζοσπαστική ως προς τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αξίες, βάση, σαν ένα είδος «κοινωνικού αυτοκτονικού ιδεασμού».
Σαν, δηλαδή, η κοινωνία να την «ψώνισε» από την πολύ τηλεόραση και την υπερβολική δόση life style και ερωτεύθηκε, νοερώς, έναν 33άχρονο πολιτικό, απατώντας τους θεσμικούς συζύγους και τους εξωθεσμικούς νταβάδες της.
Απίθανοι άνθρωποι, που τόσα χρόνια συμβάλουν στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης από τα τηλεπαράθυρα, ανακάλυψαν ξαφνικά τη δύναμη της εικόνας, σαν να μην την εμπορεύθηκαν οι ίδιοι προσωπικά και οι πολιτικοί πελάτες ή πάτρωνές τους, επί τουλάχιστον δύο δεκαετίες και σαν να μην δόμησαν επ’ αυτής το καθεστώς της διαπλοκής, το οποίο στις μέρες μας τρίζει, εγκλωβισμένο στις αντιφάσεις του και στην διαπιστωμένη αδυναμία του να αναπαράγει τον εαυτό του.
Αφού πρώτα, συντηρητικόστροφος και δημοκρατικόστροφος Τύπος, ανέδειξαν το «φαινόμενο Τσίπρας», τώρα όλοι μαζί, εμφανίζουν το «φαινόμενο» ως τον μπαμπούλα για το ΠΑΣΟΚ και την ΝΔ.
Αντί να εστιάσουν στις αντινομίες ενός διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος με προκαπιταλιστικά, οικογενειοκρατικά χαρακτηριστικά στην ανάδειξη του πολιτικού προσωπικού και στην αδυναμία του να ανταποκριθεί στα σύγχρονα κοινωνικά αιτήματα με έμφαση στον ολοένα αυξανόμενο αποκλεισμό σημαντικών κοινωνικών ομάδων (νέοι, επιστήμονες, υπερχρεωμένα νοικοκυριά κλπ), «επιχειρηματολογούν» για την ανάγκη διαμόρφωσης νέων πολιτικών φορέων στην κεντροδεξιά, οι οποίοι δήθεν θα κάνουν ελκυστικότερη την εικόνα της.
Κάποιοι, λιγότερο φαιδροί, επιχειρούν να πείσουν για την ίδια ανάγκη, αναπτύσσοντας μία θεσμική φιλολογία με κατεύθυνση την ενίσχυση της νομιμοποίησης των αποφάσεων.
Γνωστές κουβέντες που εκστομίζονται ή διατυπώνονται σε περιόδους κρίσης και απορρύθμισης των εξουσιαστικών και παρα-εξουσιαστικών μηχανισμών παραγωγής πολιτικής και κοινωνικού ελέγχου.
Χωρίς δισταγμό, υποστηρίζω ότι όλοι οι παραπάνω είναι μακριά νυχτωμένοι!
Ο κοινωνικός μετασχηματισμός δεν τους περίμενε και ξεκίνησε να πραγματοποιείται με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία έξι χρόνια. Το ότι ο δικομματισμός δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει αυτή την εξέλιξη και να την εκφράσει πολιτικά, είναι μιας άλλης τάξεως ζήτημα.
Αποτελεί μία σοβαρή υπόθεση την οποία, εμφανώς πλέον, δεν μπορούν να προσεγγίσουν όσοι γαλουχήθηκαν επαγγελματικά μέσα στα πελατειακά δίκτυα της μεταπολίτευσης.
Η ριζοσπαστική αριστερά δεν έγινε μόδα επειδή οι άλλοι είναι ντεμοντέ, ή επειδή δεν διαθέτουν όμορφα αγόρια και κορίτσια να αντιπαραβάλουν στο «γυαλί» δίπλα στον Τσίπρα, άλλα επειδή η δεξιά εξευτέλισε τα εθνικιστικά της χαρακτηριστικά και επειδή στο ΠΑΣΟΚ κατέληξε να γίνει φάρσα το κοινωνικό κράτος και η κοινωνική προστασία, που ιδανικά θα συνδυαζόταν με μία μορφή σύγχρονης ανάπτυξης, έτσι ώστε και τα δύο να συμβάλουν στην κοινωνική πρόοδο.
Η κοινωνία ριζοσπαστικοποιείται αντικειμενικά. Είναι ζήτημα ωριμότητας των πολιτικών υποκειμένων για να προσαρμοστούν σ’ αυτήν την τάση. Είναι εύλογο, όμως, ότι τα παρα-ώριμα (σάπια) δεν έχουν θέση σε αυτήν την διαδικασία, έχουν, όμως, ως φαίνεται θέση, στις προθήκες (πρωτοσέλιδα) του φτηνιάρικου Τύπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου