Του Αγίου
Πατώντας πάνω στην κόκκινη γραμμή που, όπως δηλώνει, χάραξε η κυβέρνηση και ακολουθεί η αντιπολίτευση, πήγε η κα Ντ. Μπακογιάννη στις Βρυξέλλες για το άτυπο συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ. Η ελληνική θέση εμφανίζεται σαφής και σταθερή: ένα όνομα για την ΠΓΔΜ για χρήση σε όλες τις περιπτώσεις και γεωγραφικός προσδιορισμός ως προς το «Μακεδονία» για την νέα ονομασία της χώρας. Η θέση αυτή, όπως επανειλημμένα δήλωσε ο πρωθυπουργός, είναι η ύστατη υποχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης με την γείτονα. Άρα, το περιθώριο των διπλωματικών ελιγμών για την ελληνική πλευρά, αφορά στον ορισμό του «χρήση έναντι όλων» και ασφαλώς στη μορφή του γεωγραφικού προσδιορισμού στο «Μακεδονία».
Για την αποδοχή αυτής της θέσης τα Σκόπια δεν έχουν απλώς να διανύσουν το μισό δρόμο της γέφυρας που διαπραγματευτικά τους χωρίζει από την ελληνική γραμμή, αλλά, ουσιαστικά, τους ζητάμε να διαπραγματευτούν πάνω σε άλλη γέφυρα.
Ζητάμε να αλλάξει η συνταγματική ονομασία της χώρας αυτής και να τροποποιηθεί το θεμελιώδες άρθρο του συντάγματός τους, για την σύνταξη του οποίου αναλώθηκαν πολλές προσπάθειες ώστε να τα βρουν Σλαβόφωνοι και Αλβανόφωνοι, που βρέθηκαν αντιμέτωποι, μέχρι να καταλήξουν στη συμφωνία της Oχρίδας.
Πώς, όμως, θα πάμε σε άλλη μεγάλη γέφυρα τη στιγμή που δεν καταφέραμε να αξιοποιήσουμε ούτε εκείνο το μικρό γεφυράκι που απαιτείτο να διανύσουμε το 1992, όταν ο ευρωπαίος μεσολαβητής Πινέιρο μας πρόσφερε στο πιάτο το «Νόβα Μακεντόνια» και εμείς το αρνηθήκαμε μαζί με το ρόλο του νονού και κηδεμόνα του νεοσύστατου τότε κράτους;
Ποιος, αλήθεια, μπορεί να υποστηρίξει στα σοβαρά ότι η χώρα που δεν μπόρεσε να διασφαλίσει τα συμφέροντα της σε μια θετική ( πιο θετική δεν γινότανε) συγκυρία, κατά την οποία ήταν η μόνη χώρα των Βαλκανίων μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του ΝΑΤΟ και είχε να κάνει με την μεσολάβηση των Ευρωπαίων και όχι των Αμερικανών στην υπόθεση, θα το πετύχει σήμερα;
Μα «γίναμε σοφότεροι» από τότε, λέει η κα Μπακογιάννη, δίχως να λαμβάνει υπόψη ότι και οι άλλοι, από την άλλη πλευρά, μπορεί να έχουν γίνει σοφότεροι και ισχυρότεροι και αγαπητότεροι στο πλαίσιο ενός πελατειακού συστήματος της Δ. Βαλκανικής, όπου μετά τον τελευταίο Νατοϊκό πόλεμο, τα αμερικανικά συμφέροντα υπερίσχυσαν και ανέλαβαν κυρίαρχο ρόλο μέσω του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ, εξοβελίζοντας από το διπλωματικό προσκήνιο τους Ευρωπαίους.
Το πρώτο ματς, κατά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το κέρδισαν οι Ευρωπαίοι και τότε η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία να υπαγορεύσει όρους κατά το συμφέρον της.
Το δεύτερο ματς, μετά την διάλυση, το κέρδισαν οι Αμερικανοί, οι οποίοι δεν έχουν κανένα λόγο να εξυπηρετήσουν τα ελληνικά συμφέροντα. Το αντίθετο, πολύ θα τους βόλευε να μειώσουν πολιτικά και διπλωματικά την Ελλάδα για να περιορίσει τις φιλοδοξίες να παίξει ρόλο σε αυριανές ρυθμίσεις στην περιοχή πού βρίσκεται πολύ κοντά στα σύνορα της.
Το πλαίσιο μεσολάβησης του ΟΗΕ έφερε την Ελλάδα σε ισοδύναμη βάση με την ΠΓΔΜ – σε πείσμα της κυβερνητικής ρητορείας περί ισχυρής Ελλάδας.
Το νέο πλαίσιο με την νέα φόρμουλα επιδιαιτησίας που διαμορφώνεται αυτές τις μέρες θα την φέρει σε ακόμη δυσκολότερη θέση. Αύριο, θα έχει να επιλέξει μεταξύ ενός «ναι» και ενός «όχι» και τέτοιου είδους διλλήματα δεν ταιριάζουν στους ισχυρούς.
Όσο για το άτυπο συμβούλιο στις Βρυξέλλες, μην περιμένετε κάποιο αποτέλεσμα, καθώς το ζήτημα είναι βέβαιο ότι θα παραπεμφθεί στη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου.
Η κόκκινη γραμμή, όμως, που χάραξε σε αυτή την γέφυρα η κυβέρνηση, δεν σημαίνει ότι θα συμπίπτει με την κόκκινη γραμμή της άλλης γέφυρας που χτίζεται από δω και μπρος, όπως δεν συνέπεσε με την προηγούμενη κόκκινη γραμμή του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών.
Γενικά, οι κόκκινες γραμμές είναι καλό να μην χαράσσονται στη διπλωματία, αλλά αποκλειστικά στην πολιτική. Για να γίνει, όμως, αυτό πρέπει ευθαρσώς να καθοριστεί ο πολιτικός στόχος και να γνωστοποιηθεί ευρύτατα στο λαό που τον αφορά.
Η κυβέρνηση επέλεξε πρώτα να λύσει διπλωματικά τον «γόρδιο δεσμό» της ονομασίας της γείτονος και μετά να εξηγήσει τους πολιτικούς στόχους.
Γιατί άραγε;
Μήπως επειδή δεν έχει αποσαφηνίσει τους στόχους ούτε η ίδια, ή μήπως επειδή επιθυμεί, ανάλογα με την διπλωματική εξέλιξη, να αναφερθεί και στο βαθμό πολιτικής ικανοποίησης των επιδιώξεων;
1 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου